- ανδρείκελος
- (Α ἀνδρείκελος), -ον)1. αυτός που έχει όψη ανθρώπου, ανθρωπόμορφος2. το ουδ. ως ουσ. ομοίωμα του άνδρα, του ανθρώπουνεοελλ.το ουδ. ως ουσ. α) νευρόσπαστο, μαριονέτα, κούκλαβ) μτφ. άνθρωπος που δεν ενεργεί με δική του βούληση αλλά κατά επιταγή άλλουαρχ.βαφή στο χρώμα της ανθρώπινης σάρκας.[ΕΤΥΜΟΛ. < ανήρ, ανδρός + είκελος «όμοιος» < έοικα (πρβλ. θεοείκελος κ.ά.)].
Dictionary of Greek. 2013.